γυμνόσκελος

γυμνόσκελος
ο голоштанник, голодранец

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "γυμνόσκελος" в других словарях:

  • γυμνοσκελής — ές και γυμνόσκελος, η, ο αυτός που έχει τα σκέλη του γυμνά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γυμνοσκελής < γυμνός + σκελής < σκέλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις, ενώ η λ. γυμνόσκελος < γυμνός + σκέλος μαρτυρείται από το 1894 στην… …   Dictionary of Greek

  • γυμνός — ή, ό (AM γυμνός, ή, όν) 1. αυτός που δεν φοράει τίποτε 2. εκείνος που δεν φοράει όλα τα απαραίτητα ενδύματα, μισοντυμένος 3. εκείνος που φοράει κουρέλια, ο ρακένδυτος 4. στερημένος από κάτι 5. αβοήθητος 6. απαλλαγμένος από κάτι 7. (για τόπους)… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»